- ιλλυρικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἰλλυρικός, -ή, -όν) [ἱλλυριοί]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούςαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία)τίτλος έργου τού Αππιανού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόνη περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας.
Dictionary of Greek. 2013.