ιλλυρικός

ιλλυρικός
-ή, -ό (ΑΜ ἰλλυρικός, -ή, -όν) [ἱλλυριοί]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούς
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία)
τίτλος έργου τού Αππιανού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόν
η περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰλλυρικός — region masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλλυρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την Ιλλυρία: «Ιλλυρική χερσόνησος» (βαλκανική) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰλλυρικά — Ἰλλυρικός region neut nom/voc/acc pl Ἰλλυρικά̱ , Ἰλλυρικός region fem nom/voc/acc dual Ἰλλυρικά̱ , Ἰλλυρικός region fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικῶν — Ἰλλυρικός region fem gen pl Ἰλλυρικός region masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικόν — Ἰλλυρικός region masc acc sg Ἰλλυρικός region neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικοῖο — Ἰλλυρικός region masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικοῖς — Ἰλλυρικός region masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικοί — Ἰλλυρικός region masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικοῦ — Ἰλλυρικός region masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρικούς — Ἰλλυρικός region masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”